- ζυγιστής
- ο1. αυτός που ζυγίζει, που κάνει τη ζύγιση.2. αυτός που έχει τη ζύγιση ως επάγγελμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζυγιστής — και ζυγιαστής, ο [ζυγίζω] 1. αυτός που ζυγίζει 2. αυτός που έχει ως επάγγελμα (ως υπηρεσία) τη ζύγιση και γενικά τον έλεγχο τών εμπορευμάτων που ζυγίζονται στο τελωνείο … Dictionary of Greek
ζυγιαστής — ο (θηλ. ζυγιάστρα, πληθ. ζυγιαστάδες) [ζυγιάζω] 1. ζυγιστής 2. (μτφ. το θηλ.) η ζυγιάστρα αυτή που έχει την ικανότητα να ψυχολογεί και να εκτιμά πρόσωπα και πράγματα, καθώς και αυτή που προχωρεί στους αισθηματικούς δεσμούς της υπολογίζοντας… … Dictionary of Greek
ζυγιστικά — τα [ζυγιστής] τα τέλη που καταβάλλονται για τη ζύγιση, η αμοιβή τού ζυγιστή … Dictionary of Greek
ζυγοστάτης — ο (AM ζυγοστάτης, Α δωρ. ζυγοστάτας) ο ζυγιστής, ο αρμόδιος για το ζύγισμα υπάλληλος αρχ. μτφ. (για τον Δία) κριτής, δικαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + στατης (< ίστημι), πρβλ. επι στάτης, παρα στάτης] … Dictionary of Greek
ζυγοστατώ — (AM ζυγοστατῶ, έω) [ζυγοστάτης] σταθμίζω με ζυγό, ζυγίζω μσν. 1. κάνω κάτι να ισορροπήσει 2. ελέγχω, κρίνω 3. βασανίζω στη σκέψη μου, σκέπτομαι βαθιά («τὰ ῥήματα τῇ διανοίᾳ ζυγοστατεῑν», Φώτ.) αρχ. 1. είμαι ζυγοστάτης, ζυγιστής 2. παθ.… … Dictionary of Greek
σταθμιστής — ὁ, Α [σταθμίζω] ζυγιστής … Dictionary of Greek
στασιαστής — ο, ΝΜΑ [στασιάζω] άτομο που υποκινεί σε στάση, που ξεσηκώνει άλλους σε ανταρσία νεοελλ. άτομο που μετέχει σε στασιαστικό κίνημα αρχ. ζυγιστής σε εριουργείο … Dictionary of Greek
ζυγιαστής — ο πληθ. ζυγιαστάδες, θηλ. ζυγιάστρα 1. ζυγιστής (βλ. λ.). 2. μτφ., το θηλ., ζυγιάστρα γυναίκα που έχει την ικανότητα να κρίνει (να ζυγίζει) πρόσωπα και πράγματα και ανάλογα να ρυθμίζει και τις σχέσεις της με άντρες. 3. το βαρίδι του ζυγού (του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)